ἐνόντων

ἐνόντων
ἐν-εἰμί
sum
pres imperat act 3rd pl (attic)
ἐν-εἰμί
sum
pres part act masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ενόν — το (AM ἐνόν) (ουδ. μτχ. τού ρήματος ένειμι που λαμβάνεται ως ουσ.) 1. δυνατόν («κατά το ενόν») 2. στον πληθ. τα ενόντα τα υπάρχοντα, τα πρόχειρα εφόδια («εκ τών ενόντων» απ όσα βρίσκονται πρόχειρα, από τα υπάρχοντα) αρχ. τὰ ἐνόντα 1. φορτίο ή… …   Dictionary of Greek

  • RHODUS — insul. nobilissima in mari Carpathio, Cariae adiacens, inter Asiaticas in sulas tertia numeratur, nam Lesbus et Cyprus maiores habentur. Baudrando est Insul. Asiae minoris in ora Cariae, 280. mill. pass. a Cypro in Occasum, ut et ab Alexandria… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ένειμι — ἔνειμι (Α) 1. υπάρχω, βρίσκομαι μέσα σε κάτι («ὅσσος τις χρυσός τε καὶ ἄργυρος ἀσκῷ ἔνεστιν», Ομ. Οδ.) 2. (με δοτ.) είμαι, υπάρχω ανάμεσα σε πολλά («ἐν γὰρ δὴ τούτοισι καὶ αὐτοὶ ἐνεσόμεθα», Ηρόδ.) 3. υπάρχω («σίτου οὐκ ἐνόντος», Θουκ.) 4. απρόσ.… …   Dictionary of Greek

  • εκ — και (πριν από φωνήεν) εξ και (σε σύνθεση) ξε (AM ἐκ, ἐξ) πρόθεση που συντάσσεται με γενική και ισοδυναμεί με την από + αιτιατική ο πλήρης τύπος τής πρόθεσης είναι εκ(ς), το ς μεταξύ δύο φωνηέντων αποβάλλεται σε σύνθεση και πριν από τα γράμματα β …   Dictionary of Greek

  • υπόγυιος — και ὑπόγυος, ον, ΜΑ 1. πρόχειρος, αυτός που είναι εύκολο να χρησιμοποιηθεί («εἴ τινων ὑπόγυιος ἡ ἀφαίρεσις τῶν καρπῶν», Θεόφρ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) ὑπόγυιον πρόσφατα, πριν από λίγο 3. φρ. «ἐξ ὑπογυίου» εκ τών ενόντων, πρόχειρα, χωρίς ιδιαίτερη …   Dictionary of Greek

  • όπως — (ΑΜ ὅπως, Α επικ. και αιολ. τ. ὅππως, ιων. τ. ὅκως, δωρ. τ. ὁκῶς, θεσσαλ. τ. ὅπους) Ι. (επίρρ. αναφορικό συντασσόμενο κυρίως με ορστ.) 1. με τον τρόπο που... (α. «να τό κάνεις όπως σού είπα» β. «οὐ παρασκευῆς πίστει μᾱλλον ἢ τύχης ἀποκινδυνεῡσαι… …   Dictionary of Greek

  • Ασίκης, Θάνος — (Κροκύλιο Φωκίδας 1946 –). Λογοτέχνης και ζωγράφος. Σπούδασε στη σχολή Δοξιάδη και στη σχολή δημοσιογράφων Όμηρος. Σταδιοδρόμησε ως σκηνογράφος, σχεδιαστής, μακετίστας, διακοσμητής και ζωγράφος. Έλαβε μέρος σε αρκετές ομαδικές και ατομικές… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”